- παραδειγματικός
- -ή, -ό / παραδειγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παράδειγμα, -ατος]αυτός που αναφέρεται σε παράδειγμα, αυτός που αποτελεί παράδειγμα ή πρότυπο, αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός («παραδειγματική τιμωρία»)νεοελλ.εξαιρετικός, άψογος, αυτός που έχει μια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό («παραδειγματική τάξη»)αρχ.αυτός που αναφέρεται στα ουράνια αρχέτυπα τών όντων, στις ιδέες, σε αντιδιαστολή προς το εικονικός (Δαμάσκ.).επίρρ...παραδειγματικώς και -ά / παραδειγματικῶς ΝΜΑνεοελλ.με παραδειγματικό τρόπο, υποδειγματικά («τὸν τιμώρησε παραδειγματικάμσν.-αρχ.με παραδείγματα.
Dictionary of Greek. 2013.