παραδειγματικός

παραδειγματικός
-ή, -ό / παραδειγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παράδειγμα, -ατος]
αυτός που αναφέρεται σε παράδειγμα, αυτός που αποτελεί παράδειγμα ή πρότυπο, αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός («παραδειγματική τιμωρία»)
νεοελλ.
εξαιρετικός, άψογος, αυτός που έχει μια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό («παραδειγματική τάξη»)
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στα ουράνια αρχέτυπα τών όντων, στις ιδέες, σε αντιδιαστολή προς το εικονικός (Δαμάσκ.).
επίρρ...
παραδειγματικώς και -ά / παραδειγματικῶς ΝΜΑ
νεοελλ.
με παραδειγματικό τρόπο, υποδειγματικά («τὸν τιμώρησε παραδειγματικά
μσν.-αρχ.
με παραδείγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραδειγματικός — consisting of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται σε παράδειγμα, που χρησιμεύει για παράδειγμα, ο εξαιρετικός: Το σχολείο λειτουργεί με παραδειγματική τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδειγματικά — παραδειγματικός consisting of neut nom/voc/acc pl παραδειγματικά̱ , παραδειγματικός consisting of fem nom/voc/acc dual παραδειγματικά̱ , παραδειγματικός consisting of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικώτερον — παραδειγματικός consisting of adverbial comp παραδειγματικός consisting of masc acc comp sg παραδειγματικός consisting of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικῶν — παραδειγματικός consisting of fem gen pl παραδειγματικός consisting of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικόν — παραδειγματικός consisting of masc acc sg παραδειγματικός consisting of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικαῖς — παραδειγματικός consisting of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικαί — παραδειγματικός consisting of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικοῖς — παραδειγματικός consisting of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματικοί — παραδειγματικός consisting of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”